- ημιγονυπετής
- ης, ες преклонивший одно колено
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιγονυπετής — ές 1. αυτός που γονατίζει με το ένα πόδι 2. φρ. (γυμναστ.) «ημιγονυπετής θέση» στάση τού σώματος στην οποία το ένα σκέλος στηρίζεται στο έδαφος με το γόνατο, ενώ το άλλο είναι φυσικώς λυγισμένο και προβάλλει στηριζόμενο με το πέλμα στο έδαφος … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek